γκρεμοτσακισμένος

γκρεμοτσακισμένος
η , ο испытавший большое несчастье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γκρεμοτσακισμένος" в других словарях:

  • γκρεμοτσακίζω — 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι από ψηλό μέρος και τό καταστρέφω 2. μέσ. πέφτω από ψηλό μέρος και τσακίζομαι 3. ταλαιπωρούμαι 4. (μτχ.) γκρεμοτσακισμένος πολυβασανισμένος 5. (προστ.) γκρεμοτσακίσου φύγε από μπροστά μου (πρβλ. γκρεμίσου) …   Dictionary of Greek

  • γκρεμοτσακίζομαι — γκρεμοτσακίζομαι, γκρεμοτσακίστηκα, γκρεμοτσακισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γκρεμοτσακίζω — γκρεμοτσάκισα, γκρεμοτσακίστηκα, γκρεμοτσακισμένος 1. τσακίζω κάτι γκρεμίζοντάς το: Γκρεμοτσακίστηκα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου. 2. μτφ., σπεύδω: Γκρεμοτσακίστηκε να μας εξυπηρετήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»